συγκεκριμενοποιώ

συγκεκριμενοποιώ
(ε) μετ. конкретизировать, уточнять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συγκεκριμενοποιώ" в других словарях:

  • συγκεκριμενοποιώ — συγκεκριμενοποιώ, συγκεκριμενοποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»